κρότους

κρότους
κρότος
rattling noise
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κρότους — Κρότος rattling noise masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • плесканиѥ — ПЛЕСКАНИ|Ѥ (9), ˫А с. Действие по гл. плескати: образъ ѥсть радости руку плесканьѥ. (κρότος) ГБ к. XIV, 3в; и подвижють смѣхъ ѹдареньемь зѣвничьнымь и плесканьемь. (τοῖς… ψοφήμασι) Там же, 170а; ножноѥ плесканиѥ. скаканиѥ ˫ако козлищи. (πηδῶσι)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ACCLAMATIO — applausus sestâ vociferatione a Populo repetitus, occurrit l. 1. C. de Quaestor. et Magistr. officior. Qui Quaesturae honore viguerunt, acclamatione solitâ excipiantur. Item l. 3. in br. C. de offic. Rect. provinc. Similiter iustissimos et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιβόησις — ἐπιβόησις, η (AM) [επιβοώ] κατακραυγή, αποδοκιμασία αρχ. 1. επευφημία («δεχόμενος αὐτῶν τοὺς κρότους καὶ τὰς ἐπιβοήσεις», Πλούτ.) 2. αλαλαγμός …   Dictionary of Greek

  • λόγχιμος — λόγχιμος, ον (Α) [λόγχη] αυτός που ανήκει σε λόγχη ή προέρχεται από λόγχη («κλόνους λογχίμους» κρότους που προέρχονται από λόγχες, Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • πανδαιμόνιο — το 1. τόπος διαμονής όλων τών δαιμόνων 2. συνεκδ. πρωτεύουσα τού φανταστικού βασιλείου τής Κόλασης, όπου συνέρχονται τα συμβούλια τών δαιμόνων 3. μτφ. μεγάλος θόρυβος από φωνές και κρότους σε συνδυασμό με πλήρη σύγχυση και αταξία, αλλ. βαβυλώνια …   Dictionary of Greek

  • τρακατρούκα — και στρακαστρούκα, η, Ν 1. μικρό πυροτέχνημα που παράγει ζωηρούς κρότους με αλλεπάλληλες εκρήξεις, κροτίδα 2. στον πληθ. οι τρακατρούκες μτφ. στομφώδεις απειλές ή υποσχέσεις που μένουν απραγματοποίητες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. από τον ήχο τράκα… …   Dictionary of Greek

  • τυμπανοτερπής — ές, Α (ως προσωνυμία τής Ρέας) αυτή που τέρπεται με τους κρότους τύμπανου, με τις τυμπανοκρουσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + τερπής (< τέρπομαι), πρβλ. χορο τερπής] …   Dictionary of Greek

  • γεωκαρκίνος — (geοcarcinus). Γένος καβουριών της ξηράς. Τα ζώα αυτά έχουν μαλακή και ατροφική κοιλιά, κρυμμένη κάτω από τον κεφαλοθώρακα, ο οποίος είναι πολύ ανεπτυγμένος και το σχήμα του διαφέρει ανάλογα με τα είδη. Τα μάτια τους είναι ευκίνητα και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”